9 Σεπ 2014

Οι Μακεδόνες ως Οθωμανοί: Πώς οι «βάρβαροι» Μακεδόνες ενσωματώθηκαν στο ελληνικό εθνικό αφήγημα

9 Σεπ 2014 , 4:21 μ.μ.


«(Τα ευρήματα στην Αμφίπολη) είναι μια ακόμα επιβεβαίωση για την Ελληνική ταυτότητα της Μακεδονίας μας. Κάποιοι χτίζουν σύγχρονα αγάλματα-καρικατούρες, τάχα για τους αρχαίους Μακεδόνες και προσπαθούν να οικειοποιηθούν την Ιστορία μας. Όμως, εδώ, στη Μακεδονία, μιλούν οι ίδιοι οι αρχαίοι Μακεδόνες, μιλάει η ίδια η Μακεδονική γη και αναδεικνύει την οικουμενική δόξα του Ελληνισμού!».[1]

Τάδε έφη πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς κατά την ομιλία του στα εγκαίνια της 79ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, στις 7/9/2014. Η αναφορά αυτή στον τάφο της Αμφίπολης έγινε ως συνέχεια του νέου «μακεδονομαχικού» κύκλου που επανεκκίνησε ο Σαμαράς, με την επιτόπια επίσκεψή του στο χώρο των ανασκαφών τον περασμένο Αύγουστο. 


Τότε είχε δηλώσει: «Η γη της Μακεδονίας μας εξακολουθεί να μας συγκινεί και να μας εκπλήσσει αποκαλύπτοντας από τα σπλάχνα της μοναδικούς θησαυρούς, που συνθέτουν, υφαίνουν όλοι μαζί αυτό το μοναδικό μωσαϊκό της ελληνικής μας Ιστορίας, για το οποίο όλοι οι Έλληνες είναι πολύ υπερήφανοι». [2]

 
Και όπως ήταν φυσικό, ευαρέστησε το δεξιό ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται (μέρος του οποίου έχει εσχάτως αποπλανηθεί από τους ορίτζιναλ πατριδοκάπηλους της Χ.Α.).

Για άλλη μια φορά η αρχαιολογία, μια επιστήμη αποκλειστικά ταγμένη στην ανακάλυψη και τεκμηρίωση των υλικών καταλοίπων του ανθρώπινου παρελθόντος και μέσω αυτών στην ανασύσταση της ανθρώπινης ιστορίας, γίνεται όχημα εξυπηρέτησης πολιτικών συμφερόντων. Ο κάθε ασήμαντος ηγετίσκος προσπαθεί με επικλήσεις σε αρχαία ερείπια να οικειοποιηθεί την αίγλη τους και να κατοχυρώσει την ιστορικά και πολιτικά αδιάφορη ύπαρξή του στις δέλτους της ιστορίας.


Τα ευρήματα της Μακεδονίας έχουν έναν ξεχωριστό συμβολισμό για όσους τα επικαλούνται. Στη διαμάχη Ελλάδας-FYROM για το όνομα των κράτους των Σκοπίων, χτίστηκαν σταδιοδρομίες και σταδιοδρομίες προσώπων τα οποία, αν δεν είχαν κάνει λάβαρό τους τον Βουκεφάλα, θα είχαν τεθεί προ πολλού στην πολιτική ανυπαρξία. Παπαθεμελήδες, Ψωμιάδηδες, Καρατζαφέρηδες, Άνθιμοι και πολλοί άλλοι, στήριξαν επί χρόνια την καριέρα τους στο μακεδονικό. Αλλά και η ναζιστική συμμορία της Χ.Α., τα εθνικιστικά συλλαλητήρια του 1992 για την «ελληνικότητα της Μακεδονίας» επέλεξε ως εφαλτήριο για να κάνει την πρώτη της εμφάνιση έξω από τη μούχλα των σβαστικοστολισμένων της γραφείων.
 


Η Μακεδονία ως πεδίο εθνικών ανταγωνισμών


Χάρτης που οριοθετεί τον πραγματικό γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας.

Ο γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας και η διεκδίκηση της ιστορικής μοναδικότητάς της, υπήρξαν ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα τα πιο διαφιλονικούμενα διακυβεύματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Το μακεδονικό ζήτημα αποτέλεσε για δεκαετίες ολόκληρες τον ιδεολογικό μηχανισμό αντιπαράθεσης τόσο με τα γειτονικά κράτη, που επίσης διεκδικούσαν εδάφη της γεωγραφικής Μακεδονίας (όπως η Βουλγαρία), όσο και το πεδίο εμπέδωσης του κρατικού «τσαμπουκά» ενάντια στον εσωτερικό εχθρό (σλαβομακεδονικοί πληθυσμοί, ελληνική αριστερά κ.ο.κ.). 

Ήταν όμως πάντοτε η Μακεδονία και η αρχαία ιστορία της το «διαμάντι στην κορώνα» του ελληνικού εθνικισμού; Υπήρξε ανέκαθεν η μακεδονική ιστορία αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής -και μάλιστα τόσο αναπόσπαστο που να δικαιολογεί τόση εθνική υπερηφάνεια κατά την επίκλησή της;


Μια απλή παρατήρηση στην πορεία διαμόρφωσης της εθνικής συνείδησης από την αρχή της ελληνικής εθνογένεσης μέχρι σήμερα, μάλλον συνηγορεί στο αντίθετο. Σήμερα, η εικόνα που έχει ο μέσος νεοέλληνας από την επίσημη εκπαίδευση, την Εκκλησία, τα ΜΜΕ και άλλους θεσμικούς και εξωθεσμικούς φορείς της δημόσιας ιστορίας, είναι ότι η εποχή του Φιλίππου, του Αλεξάνδρου και των διαδόχων, αποτελεί τη φυσική και αδιατάραχτη συνέχεια των κλασικών χρόνων.


Η ελληνική ιστορία, που μέχρι τον πέμπτο και τον τέταρτο π.Χ. αιώνα εστιάζεται κυρίως στις πόλεις-κράτη της νότιας ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας, με αμυδρές αναφορές στην περιφέρεια και τις αποικίες, από τον τέταρτο προς τον τρίτο αιώνα μετακινείται προς τα βόρεια και από εκεί στη Μ. Ασία, την Αίγυπτο, τη Συρία, τη Γεδρωσία και τα παραλία του Ινδικού. Τα μνημεία της μακεδονικής γης θεωρούνται αυτονόητα ως «μοναδικό μωσαϊκό της ελληνικής μας ιστορίας», όπως είπε ο πρωθυπουργός.





 

"Μακεδονία ελληνική...". Πάντα;


Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Η οπτική αυτή είναι αποτέλεσμα της στροφής που πήρε η εθνοκρατική ιδεολογία στα μέσα του 19ου αιώνα, εξαναγκάζοντας την επιστήμη της ιστορίας να την ακολουθήσει. Πιο πριν τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά.

Πριν φουντώσουν οι εθνικισμοί και οι αλυτρωτικές διεκδικήσεις, το ενδιαφέρον για την αρχαία ιστορία στρεφόταν γύρω από τη φιλοσοφική σύλληψη του παρελθόντος, σε μια προσπάθεια του νεοτερικού ανθρώπου να προσεγγίσει την ανθρώπινη φύση μέσα από τις περίπλοκες ιστορικές της διαδρομές.


Οι γενικές κατευθύνσεις των λογίων του Διαφωτισμού ήταν η εξέλιξη των ανθρώπων σαν μια ενιαία διαδικασία. Η βασική αντίληψη της ιστοριογραφίας ήταν ότι η ιστορία της ανθρωπότητας πρέπει να εξετάζεται συνολικά, όχι αποκλειστικά με τις πολυκερματισμένες εθνικές της διαστάσεις: η εμμονική αποσπασματικότητα έναντι του όλου, θεωρούνταν ότι αλλοίωνε τη συνολική παρατήρηση της κοινής ανθρώπινης πορείας.


Στα πλαίσια αυτά, η ιστορία αντιμετωπιζόταν ως επιστήμη, όχι ως πεδίο άσκησης εξωτερικής πολιτικής και κατασκευής εθνικών ταυτοτήτων. 


Στα προεπαναστατικά χρόνια, αλλά και κατά τα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους, η συντριπτική πλειονότητα των διανοούμενων, ιστορικών και αρχαιολόγων, είχε άλλες απόψεις σχετικά με την αυτονόητη σήμερα ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων.


 Στα 1794, ο γραμματέας των Φαναριωτών Ηγεμόνων και μετέπειτα διερμηνέας στο Υπουργείο Εξωτερικών της Γαλλίας Παναγιώτης Κορδικάς θεωρεί τους Μακεδόνες ξένο έθνος από το ελληνικό, και το περιλαμβάνει στα βαρβαρικά φύλα που κατά διαστήματα επιτέθηκαν κατά της Ελλάδας (οι υπογραμμίσεις δικές μας):


Η δύστυχη Ελλάς (...) άρχισεν ολίγον κατ’ ολίγον να χάνει μαζί με τήν ένδοξόν της ελευθερίαν (...) και (...) την παλαιάν εκείνην της γλώσσης ευγένειαν  αι αλλεπάλληλοι έφοδοι οπού κατά καιρούς εδοκίμασεν από διάφορα έθνη, πότε Μακεδόνων, πότε Ρωμαίων, και ενίοτε Γότθων κ.λπ. [3]

Ενώ το 1803, ο Αδαμάντιος Κοραής στηλιτεύει το μακεδονικό χρυσάφι, ως πηγή διαφθοράς για τους Έλληνες:



είναι πολύ περισσότερο ένοχοι αυτοί που πρώτοι ανάμεσα στους Έλληνες αφέθηκαν να διαφθαρούν από το χρυσάφι των Μακεδόνων. [4]


Τον εθνικά βέβηλο διαχωρισμό Ελλήνων και Μακεδόνων θα κάνει λίγο αργότερα (1808) ο Φαναριώτης λόγιος Αθανάσιος Χριστόπουλος, σημειώνοντας ότι


Ο Φίλιππος και ο υιός του Αλέξανδρος (...) εκαταδάμασαν επί τέλους όλην την Ελλάδα και την υπέταξαν εις το Μακεδονικόν κράτος. [5]


Ο δε Κοζανίτης γιατρός και λόγιος Μιχαήλ Περδικάρης θα γράψει το 1811 τα εξής:


Το Γένος των Ελλήνων, ω φίλτατε αναγνώστα (...) αφού κατ’ αρχάς αυτό επολιτεύθη δι’ αιώνων καθ’ εαυτό, αυτοδέσποτον και αυεξούσιον, υπετάγη, πρώτον μεν εις τον Μέγα Αλέξανδρον, ύστερον δε εις Ρωμαίους. [6]
Σε λόγο του το 1818 στο Αϊβαλί «Περί Σκανδάλων», ο σημαντικός εκπρόσωπος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού Γρηγόριος Σαράφης θα αναφέρει και αυτός τη ρωμαϊκή κατάκτηση ως συνέχεια της μακεδονικής, συνεπεία του 27ετους Πελοποννησιακού πολέμου, κατά το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ.:

Οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι, επειδή εσκανδαλίσθησαν μεταξύ των, διήρεσαν την Ελλάδα εις δύο μέρη και αφού 27 ολόκληρους χρόνους επολέμησαν μεταξύ των νικώντες και νικώμενοι, τοσούτον αδυνατούσαν ώστε κατεδουλώθησαν πρώτον μεν υπό των Μακεδόνων, έπειτα δε υπό των Ρωμαίων (...) κατασταθέντες δούλοι. [7]

Στα 1819, ο εκδότης του παρισινού περιοδικού Μέλισσα (είτε ο Σπυρ. Κονδός, είτε ο Κων. Νικολόπουλος) θα κινηθεί και αυτός στο ίδιο μοτίβο της ταύτισης των Μακεδόνων με τους Ρωμαίους:


Τι συνέβη μετά ταύτα; [εννοεί τη διχόνοια των Ελλήνων] Οι Μακεδόνες κατεδούλωσαν την πατρίδα του Μιλτιάδου. Τι έπειτα; Οι Ρωμαίοι την κατεσπάραξαν. Τί τελευταίον; Αλλ’ η χειρ μου τρέμει και ο κάλαμος πίπτει... [8]

Την ίδια χρονιά, σε φυλλάδιο επαναστατικού περιεχομένου που κυκλοφόρησε ανώνυμα με τίτλο Στοχασμοί του Κρίτωνος, ο συντάκτης προχωράει ακόμα παραπέρα, θεωρώντας την περίοδο από τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) μέχρι την άλωση της Κωνσταντινούπολης ως μια ενιαία περίοδο 18 αιώνων εθνικής υποδούλωσης, στην οποία οι δυνάστες ανά διαστήματα άλλαζαν όνομα: από τους Μακεδόνες περάσαμε στους Ρωμαίους και από τους Βυζαντινούς φτάσαμε στους Οθωμανούς.


Όλην του την αρετήν του [σ.σ. του έθνους] αφαίρεσεν η δουλεία. Ιδού η ζωγραφία μας, αφ’ ότου μας επάτησεν ο Φίλιππος, εώς εις το έτος 1453. Αλλάξαμεν δεσπότας διαφόρους, άλαλοι και ανόητοι. [9]

Το 1821, λίγο πριν την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, το περιοδικό Μέλισσα αναδημοσίευσε το παραπάνω χωρίο από τους Στοχασμούς του Κρίτωνος (το φυλλάδιο εντωμεταξύ είχε καεί δημόσια από το Πατριαρχείο). Στο ίδιο τεύχος ο Κων. Νικολόπουλος, θέλοντας να ειρωνευτεί κάποιον αντίπαλο του Διαφωτισμού ως φιλότουρκο, τον βάζει να φωνάζει όπως ο Δημοσθένης «Ζήτω ο Φίλιππος». Τον ειρωνεύεται, δηλαδή διπλά: αντιστροφή των λόγων του Δημοσθένη και Φίλιππος αντί του σουλτάνου. [10]


Το 1823, σε μια ανώνυμη επιστολή με έντονο πατριωτικό περιεχόμενο, που κυκλοφόρησε έξω από τις επαναστατημένες περιοχές γράφτηκαν τα εξής: 



Το γένος μας αφού εξέπεσε, υπεδουλώθη εις τον ζυγόν των Μακεδόνων, Ρωμαίων, και εν εσχάτοις εις τον παρόντα βαρύν ζυγόν. [11]

Ο Κοραής (1824) θεωρεί και αυτός ότι η υποδούλωση των Ελλήνων στην Οθωμανική αυτοκρατορία έχει τις απαρχές της στη «μακεδονική δεσποτεία»:


Οι Μακεδόνες (...) επροχωρούσαν καθημέραν εις την κατάλυσιν της ελευθερίας [της Ελλάδας] και δουλωμένοι εις τους Μακεδόνας (...) Μετά την Μακεδονικήν δεσποτείαν έπεσαν υποκάτω εις των Ρωμαίων την εξουσίαν και τέλος στους Τούρκους. [12]

Αλλά και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η αντίληψη της πνευματικής αφρόκρεμας του νεότευκτου βασιλείου είναι γενικά εχθρική προς τη μακεδονική περίοδο, που αντιμετωπίζεται ως ο πρώτος κρίκος μιας μακράς αλυσίδας υποδουλώσεων του έθνους σε ξένους δυνάστες. Το 1836 ο νομικός Αλέξανδρος Σούτσος θα στηλιτεύσει
 

 ...τας προγονικάς εκείνας διχονοίας, αίτινες καταστήσασαι αυτήν έρμαιον της Μακεδονίας και Ρώμης κατέλυσαν την ανεξαρτησίαν της. [13]

Το 1837, στα εγκαίνια του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο πρύτανης και οι σχολάρχες (κάτι αντίστοιχο με τους σημερινούς κοσμήτορες) θα εκφωνήσουν λόγους. Σε δύο από αυτούς, γίνεται ρήτη αναφορά σε «κατακτητές Μακεδόνες», ενώ σε έναν τρίτο παρατηρούμε μια αμφίθυμη στάση απέναντι στον βασιλιά Αλέξανδρο. [14]


Δύο χρόνια αργότερα, ο Γεώργιος Κοζάκης-Τυπάλδος, στο Φιλοσοφικόν δοκίμιον περί της προόδου και της πτώσεως της παλαιάς Ελλάδος, θα γράψει: 



Η δε Ελλάς στερηθείσα άπαξ της ελευθερίας της, έγινεν πρώτον μεν επαρχία Μακεδονική, ύστερον δε Ρωμαϊκή, Γραικορωμαϊκή. [15]
Την πιο δηλητηριώδη, όμως, αιχμή, κατά των Μακεδόνων, θα εκτοξεύσει ο πρώτος πρόεδρος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, ο οποίος σε λόγο του στην Ακρόπολη το 1841 θα αναφέρει πως ο Φίλιππος στη μάχη της Χαιρώνειας όχι μόνο κατέστησε τους Έλληνες δούλους, αλλά και 

έπραξεν άλλο της νίκης εκείνης ολεθριώτερον, εγέννησε τον Αλέξανδρον! [16]


Β' μισό 19ου αιώνα: 
Η Μεγάλη Ιδέα και η μεγάλη στροφή

 
Ο θεμελιωτής της "αδιάσπαστης ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού", Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος.













Τα χρόνια όμως περνούν. Το αίτημα της εθνικής ολοκλήρωσης που διατυπώθηκε πολιτικά από τον Ιωάννη Κωλέττη στις αρχές του 1844 υπό τον τίτλο "Μεγάλη Ιδέα", αρχίζει να αποτελεί τον σταθερό άξονα γύρω από τον οποίο θα κινηθεί ο επίσημος πολιτικός λόγος και η κυρίαρχη ιδεολογία για περίπου οκτώ δεκαετίες. Για την εκπλήρωση αυτού του αιτήματος, δεν αρκούσε μόνο η διπλωματική και πολεμική προπαρασκευή, αλλά και η ιδεολογική προετοιμασία. Το σύστημα εκείνο των ιδεών που θα νομιμοποιούσε την προσάρτηση τέως οθωμανικών εδαφών στο ελληνικό βασίλειο βάσει της ιστορικής τεκμηρίωσης της ελληνικής εθνικής συνέχειας.

Για την πραγμάτωση του νέου αυτού εγχειρήματος, απαιτούνταν ένα ενιαίο εθνικό αφήγημα που θα γεφύρωνε τα κενά και τις ασυνέχειες και θα πρόσφερε μια διαχρονία. Μπορεί αυτό το σχήμα να μην στήθηκε τόσο εύκολα κατά τη σύζευξη της ελληνικής αρχαιότητας με την ιδέα του χριστιανισμού και της βυζαντινής αυτοκρατορίας, όμως τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά στην περίπτωση των Μακεδόνων.

Η σταδιακή εθνοποιητική διαδικασία των άλλων βαλκανικών λαών κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, που σήμαινε αναγκαστικά και τη διεκδίκηση των ίδιων οθωμανικών εδαφών ή και πληθυσμών, υποχρέωσε την ελληνική κοινωνία να επιταχύνει την ολοκλήρωση της εθνικής της ταυτότητας, προσφέροντας αναδρομικά ένα ενιαίο και πειστικό εθνικό αφήγημα. Η διάδοση των θεωριών του Φαλμεράυερ περί φυλετικής ασυνέχειας των Ελλήνων έκανε αυτή την ανάγκη επιτακτική.

Η πολιτική ενοποίηση των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας απαιτούσε πρωτίστως την ιστορική ενοποίηση όλων των περιόδων του ελληνισμού, συμπεριλαμβανομένων της μακεδονικής και της ρωμαιοβυζαντινής περιόδου. Αυτό το επίπονο έργο ανέλαβε να το διεκπεραιώσει ο καθηγητής Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Το 1875 ολοκλήρωσε την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, η οποία είχε αρχίσει να εκδίδεται από το 1860. 


Σε μια πρώτη μορφή της Ιστορίας του, το 1853, ο Παπαρρηγόπουλος είχε διατυπώσει ρητά ότι

οι Μακεδόνες, αν και μη αναφερόμενοι εις τους αρχαιοτάτους χρόνους της Ελληνικής ιστορίας, ήσαν όμως Έλληνες. [17]

Όμως αυτό το συμπέρασμα δεν ήταν εξαρχής δεδομένο. Ο ίδιος ιστορικός, λίγα χρόνια πριν, είχε μια κάπως διαφορετική αντίληψη για το τι ακριβώς ήταν οι Μακεδόνες. Το 1849, στο Εγχειρίδιον της Γενικής Ιστορίας, ο Παπαρρηγόπουλος, καθηγητής του Γυμνασίου ακόμη τότε, είχε προβεί σε "εύλογη διάκριση" του μακεδονικού από το ελληνικό έθνος:


περί την έκθεσιν της όλης τύχης της ανθρωπότητος, η Μακεδονική εποχή δύναται ευλόγως να διακριθή από της Ελληνικής, διότι το Μακεδονικόν έθνος εξεπλήρωσεν, εν τη Γενική Ιστορία, εντολήν άλλην παρά το Ελληνικόν. [18]

Στο ίδιο βιβλίο, αναφερόμενος στα "περί καταγωγής των Μακεδόνων" πιστεύει ότι

κατά την πιθανοτέραν γνώμην ήσαν κράμα Ιλλυριών και Ελλήνων, και το κυριότερον στοιχείον του κράματος τούτου ήτο το Ελληνικόν. [19]

Ένα κράμα, λοιπόν, ιλλυρικού και ελληνικού στοιχείου, όπου, αν και το δεύτερο στοιχείο τείνει να κυριαρχεί, ωστόσο αυτό δεν εμποδίζει τον εθνικό ιστορικό να βλέπει ότι στη μάχη της Χαιρώνειας έγινε σύγκρουση Ελλήνων και Μακεδόνων. Άλλωστε, στο Εγχειρίδιον του 1849, δεν είναι λίγα τα σημεία όπου διαχωρίζει τα δύο έθνη, ενώ αφηγείται με ικανοποίηση τις νίκες της Αχαϊκής και της Αιτωλικής Συμπολιτείας λίγο αργότερα. [20]

Πριν λοιπόν η επίσημη κρατική ιδεολογία θεμελιωθεί πάνω στη νομιμοποιητική ισχύ των "ιστορικών δικαίων του ελληνισμού" που της προσέδιδε το τριμερές σχήμα Αρχαιότητα - Βυζάντιο - Νέος Ελληνισμός, οι απόψεις για τις τομές και τις (α)συνέχειες της ελληνικής ιστορίας ήταν αρκετά διαφορετικές. Το πνεύμα του Διαφωτισμού, εχθρικό προς καθεστώτα δεσποτικά, δεν αποδεχόταν ότι επεκτατικές αυτοκρατορίες βασισμένες στην ισχύ των όπλων και στην υποταγή των υπηκόων, θα μπορούσε να έχει κάποια σχέση με το (εξωραϊσμένο) κλασικό ιδεώδες της δημοκρατίας.

Γι' αυτό το πνεύμα στις τάξεις των Ελλήνων διανοουμένων, το εναρμονισμένο στις αντιλήψεις του Διαφωτισμού, ο Γάλλος βυζαντινολόγος Κάρολος Βενέδικτος Hase, το 1861 είχε γράψει:


Οι επιστήμονες είτε δεν έχουν καθόλου προκαταλήψεις είτε πάλι τίποτα δεν μπορεί, για αρκετό χρονικό διάστημα να τους τις διαλύσεις. Θά ‘λεγε κανείς πως από τα χρόνια της αναγέννησης των γραμμάτων πολλοί σοφοί συμμερίστηκαν την άποψη του Δημοσθένη και των συμπατριωτών του, και δεν λογάριαζαν τη Μακεδονία για ελληνική χώρα. Γι’ αυτούς η Ελλάδα τελείωνε στις Θερμοπύλες, ή το πολύ πολύ στην κοιλάδα των Τεμπών. [21]


Μακεδόνες και εθνικό αυτολιβάνισμα


Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι η ελληνική ιστοριογραφία -όπως και κάθε άλλη ιστοριογραφία κάθε τόπου που διαθέτει πλούσιο παρελθόν-, δεν ήταν εξαρχής κατασταλλαγμένη στα ερμηνευτικά σχήματα που αναπαράγονται σήμερα ως αυτονόητα. 

Όπως είδαμε ενδεικτικά από τα αποσπάσματα που παραθέσαμε πιο πάνω, είναι φανερό ότι κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, η ιστοριογραφία προσαρμόστηκε, άλλοτε εύκολα και άλλοτε με διανοητικά άλματα μεγάλου βεληνεκούς, στις επιτακτικές επιδιώξεις και τους στόχους του ελληνικού έθνους-κράτους.

Οι αρχαίοι Μακεδόνες, από... πρόδρομοι των Οθωμανών, ενσωματώθηκαν τόσο αρμονικά στο εθνικό αφήγημα, ώστε οι τάφοι τους να αναδεικνύουν σήμερα την κατά Σαμαρά "οικουμενική δόξα του Ελληνισμού".

Και κάπως έτσι διαιωνίζεται στο άπειρο το αυτολιβάνισμα ενός λαού που, μη έχοντας να δείξει τίποτα στο παρόν, πέρα από αθλιότητα και παρακμή, επιζητά ψήγματα δόξας στο μακρινό παρελθόν, μέσα από την προσφιλή του συνήθεια της τυμβωρυχίας.




Παραπομπές*

[3] Στον πρόλογό του της μετάφρασης του Fontenelle, Περί πληθύος κόσμων. Παράθεμα από Γ. Γ. Λαδάς και Αθ. Δ. Χατζηδήμος, Ελληνική βιβλιογραφία των ετών 1791-1795, σελ. 316.
[4] Coray, Memoire sur l' etat actuel de la civilisation dans la Grece, Παρίσι 1803, σελ. 6.
[5] Αθ. Χριστόπουλος, Πολιτικά Σοφίσματα, εκδ. Λ. Βρανούση, Επετηρίς Μεσαιωνικού Αρχείου 10 (1960).
[6] Μ. Περδικάρης, Ρήγας ή κατά ψευδοφιλελλήνων, εκδ. Λ. Βρανούση, Επετηρίς Μεσαιωνικού Αρχείου 11 (1961).
[7] Γρ. Σαράφης, Λόγοι εκκλησιαστικοί, Κυδωνίες 1909, σελ. 98.
[8] Μέλισσα, τεύχ. 1 (Ιούλιος 1819), σελ. 100.
[9] Έρανος εις Αδαμάντιον Κοραή, Αθήνα 1965, σελ. 147.
[10] Μέλισσα, τεύχ. 3 (Απρίλιος 1821), σελ. 250 και 307.
[11] Ιωάννης Οικονόμος, Λαρισαίος, Επιστολαί διαφόρων, επιμ. Γιάνης Α. Αντωνιάδης και Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Αθήνα 1964, σελ. 421.
[12] Εφημερίς του Κάτω Κόσμου, ανώνυμο έργο του Κοραή. Βλ. Δημ. Σ. Γκίνης, Τα ανώνυμα έργα του Κοραή, Αθήνα 1948, σσ. 54-55. 
[13] Αλ. Σούτσος, Ελληνική Πλάστιγξ, Αθήνα 1836, σελ. 18.
[14] Κ. Θ. Δημαράς, Εν Αθήναις τη 3η Μαΐου 1837. Μελέτη ιστορική και φιλολογική, Αθήνα 1987, όπου ανατυπώνονται οι λόγοι: α) του πρύτανη Κ. Δ. Σχινά, σελ. 31, β) του Αναστάσιου Λευκία Γεωργιάδη, σελ. 136, γ) του αρχιμ. Μισαήλ Αποστολίδη, σελ. 120.
[15] Γεώργιος Γ. Κωζάκης-Τυπάλδος, Φιλοσοφικόν δοκίμιον περί της προόδου και της πτώσεως της παλαιάς Ελλάδος, Αθήνα 1839, σσ. 495-496.
[16] Σύνοψις των Πρακτικών της Αρχαιολογικής Εταιρείας των Αθηνών, Αθήνα 1846, σελ. 102.
[17] Κων. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού έθνους. [Η πρώτη μορφή: 1853], επιμ. Κ. Θ. Δημαράς, Αθήνα 1970, σελ. 76.
[18] Κων. Παπαρρηγόπουλος, Εγχειρίδιον της Γενικής Ιστορίας, Αθήνα 1849, σελ. 193.
[19] ό.π., σσ. 191-192.
[20] ό.π., σσ. 235-236.
[21] Βλ. τη βιβλιοκρισία που αφιερώνει στο βιβλίο του Leon Heuzey, Le Mont Olympe et l' Acarnanie, στο περ. Journal des Savants 1861, σελ. 548.


*Τα παραθέματα λήφθηκαν από το βιβλίο του Αλέξη Πολίτη, Τα Ρομαντικά χρόνια. Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού - Μνήμων, 2003.
Κοινοποιήστε το στο..
 
Υποσέλιδο
Κορυφή